ΖΩ - ΚΑΤΟΙΚΩ
«Το έργο τέχνης δεν είναι υπεύθυνο προς κανένα, το σπίτι είναι υπεύθυνο
προς όλον τον κόσμο».
Adolf Loos
Η αρχιτεκτονική κατοικίας δεν είναι επιστήμη. Πολύ
περισσότερο δεν μαθαίνεται, αφού είναι ελάχιστη η αποστηθίσιμη γνώση και το
φάσμα των πιθανών απαντήσεων, για μια δεδομένη σειρά προβλημάτων. Αντίθετα με
όποιον άλλο κλάδο της αρχιτεκτονικής, στην αρχιτεκτονική της κατοικίας τα
προβλήματα και οι γνώσεις, πρέπει να υπολογίζονται ανάλογα με τις περιστάσεις
του τοπίου και τις αναπαραστάσεις των ανθρώπινων συνειδήσεων.
Για τον Κωνσταντινίδη, ο τρόπος που χτίζουμε είναι ο τρόπος που θέλουμε να ζούμε. Η
κατοικία δεν είναι αντικείμενο συναλλαγής, ούτε πολυτελές περιτύλιγμα. Πρέπει
να δούμε την κατοικία και την κατοίκηση μέσω των κοινών οραμάτων, την
ιδεολογία, τους κοινούς πόθους και τα όνειρα των ανθρώπων για να αποκτήσουν τα
σπίτια δεσμούς, ομοιότητες στις διαφορές τους, συγγένειες. Να γίνουν σύνολο
ποικίλο και όχι ατομική έφεση δεξιοτήτων ή πλούτου, αρχιτεκτόνων και κατοίκων.
Πρέπει να μάθουμε να ακούμε, να αφουγκραζόμαστε τα σπίτια που μας μιλούν και
που σε κάθε αστοχία μας δεν έχουν τη δυνατότητα να διαμαρτυρηθούν, ή το βάλουν
στα πόδια. Σήμερα, που η αρχέγονη ανάγκη της διαμονής, η τρυφερή σχέση σπίτι-κάτοικος
έχουν παραποιηθεί, επιβάλλεται να επαναπροσδιορίσουμε τις έννοιες «κατοικώ» και
«κατοικία», και σ’ αυτή την αναζήτηση είναι υπεύθυνος τόσο ο δημιουργός, όσο
και ο κάτοικος.
Σπίτια
ταπεινά ή αλαζονικά, φτωχικά ή πλούσια, χαμηλά ή ψηλά, μοναχικά, κακότεχνα,
ευτελή, απλοϊκά ή περίτεχνα, όλα αντικρίζουν κάποιο όνειρο κατοίκησης και το
όνειρο κατοίκησης βρίσκεται πέρα από κάθε αρχιτεκτονική ή συνθετική προσέγγιση.
Το παιχνίδι μεταξύ αναπαραστάσεων της πραγματικότητας και της ίδιας της
πραγματικότητας, στην κατοικία, δεν μεταβάλλεται με αποκλειστικές επεμβάσεις
στην ίδια την πραγματικότητα. Γιατί η κατοικία είναι αλλού.
Σπίτι είναι τα στενά καθίσματα της θεατρικής αίθουσας, όσο διαρκεί μια
εξαιρετική παράσταση. Σπίτι είναι το καλοκαιρινό ακρογιάλι στο φως των ασαφών
ορίων, προτού χαθεί η μέρα και προτού εγκατασταθεί η νύχτα, όταν όλα τα
περιγράμματα έχουν μαλακώσει στο άγγιγμα του βλέμματος. Σπίτι είναι το θαμπό
τζάμι του λεωφορείου και οι γνωστές όψεις των κτηρίων μιας σταθερής διαδρομής
μέσα στην πόλη, που την ξεπλένει η βροχή. Σπίτι είναι η μυρωδιά του πρωινού
καφέ και το άναμμα του πρώτου τσιγάρου της ημέρας. Σπίτι είναι κάθε τοπίο που
φώτισε το γέλιο του αγαπημένου προσώπου1.
Ο άνθρωπος,
καταφέρνει να βιώσει το άπειρο του χρόνου και του χώρου, φέρνοντάς τα, πρώτα,
στα μέτρα του. Σήμερα, που πολλοί μιλούν για μεγαλεπήβολα έργα, για κτήρια
πέραν του ανθρώπινου μέτρου, κάποιοι ακόμα μιλούν για το μέτρο του ανθρώπου.
Για έναν μικρό χώρο, όπου μπορούν να βιώσουν και να συλλάβουν τον μην
πραγματικό χρόνο. Τον χρόνο που όλα ρέουν χωρίς να αλλάζουν. Τον χωροχρόνο του
«ζω»/«κατοικώ».
1. βλ. Π. Μαρτινίδης, ΜΕΣΙΤΕΙΕΣ ΤΟΥ
ΟΡΑΤΟΥ, σελ. 203
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου